Η πρώτη Αφροαμερικανίδα που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Έχει βραβευτεί με το Πούλιτζερ και το Βραβείο Αμερικανικού Βιβλίου ενώ έχει τιμηθεί με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας των ΗΠΑ και με τον τίτλο του Ιππότη του Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών της Γαλλίας.
Συγγραφέας, καθηγήτρια πανεπιστημίου, υπεύθυνη εκδόσεων, δοκιμιογράφος, στιχουργός, ακτιβίστρια.
Ο κατάλογος με τα επιτεύγματα της Τόνι Μόρισον είναι ατελείωτος. Μέχρι τον θάνατό της στις 6 Αυγούστου του 2019, σε ηλικία 88 ετών, μετρούσε περισσότερες από 33 διακρίσεις. Το μοναδικό της συγγραφικό στυλ χαρακτηρίζεται από κοινωνικά ευαίσθητη θεματολογία, εξαίσιες περιγραφές και δυνατούς Αφροαμερικανούς ήρωες, κυρίως γυναίκες. Γεννημένη το 1931 στη μικρή πόλη Λορέιν του Οχάιο, η Κλόε Γόφορντ –όπως ήταν το πραγματικό της όνομα– ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της Τζορτζ εργαζόταν κυρίως ως μεταλοκολλητής κάνοντας παράλληλα κι άλλες δουλειές προκειμένου να στηρίξει την οικογένειά του, ενώ η μητέρα της ήταν μέλος της χορωδίας στην Αφρικανική Επισκοπική Εκκλησία των Μεθοδιστών. Η Τόνι Μόρισον είχε τονίσει σε συνεντεύξεις της πως οι γονείς της τής εμφύσησαν την αγάπη για το διάβασμα, τη μουσική και την αφροαμερικανική παράδοση.
Η συνοικία όπου μεγάλωσε ήταν πολυφυλετική: οι γείτονές της, εκτός από Αφροαμερικανοί, ήταν Πολωνοί, Ιταλοί και Εβραίοι. Ίσως το συγκεκριμένο περιβάλλον να βοήθησε τη Μόρισον να μην αισθανθεί κατώτερη ή διαφορετική παρόλο που ήταν η μόνη Αφροαμερικανή στην τάξη. «Ήμουν η μόνη μαύρη μαθήτρια και η μόνη που ήξερε να διαβάζει» είχε πει σε συνέντευξή της στους New York Times.
Το σχολείο ακολούθησαν οι σπουδές της στην αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο Howard και στη συνέχεια στο Cornell, απ’ όπου έλαβε τον μεταπτυχιακό της τίτλο το 1955. Το 1957 επιστρέφει στο Howard University ως καθηγήτρια και γνωρίζει τον μετέπειτα σύζυγό της Χάρολντ Μόρισον, αρχιτέκτονα από την Τζαμάικα. Το 1961 το ζευγάρι αποκτά έναν γιο, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, η Τόνι αποφασίζει να χωρίσει. Ο Χάρολντ επιστρέφει στην Τζαμάικα και η Τόνι, έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, γυρίζει στη γενέτειρά της.
Στο Οχάιο θα μπορούσε να έχει τη βοήθεια των συγγενών για την ανατροφή των γιων της Χάρολντ και Σλέιντ, ωστόσο εκείνη τολμά να μετακομίσει μόνη μαζί τους στην πόλη Syracuse της Νέας Υόρκης για να εργαστεί ως επιμελήτρια βιβλίων. Μια επαγγελματική απόφαση που ύστερα από λίγο καιρό την οδήγησε στον διεθνούς κύρους εκδοτικό οίκο Random House, στη θέση της υπεύθυνης εκδόσεων.
Έχοντας αφήσει το δικό της αποτύπωμα στον εκδοτικό κόσμο, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην έκδοση Αφροαμερικανών συγγραφέων και συνεργαζόμενη με την ακτιβίστρια Άντζελα Ντέιβις και τον διάσημο πυγμάχο Μοχάμεντ Άλι στην συγγραφή των αυτοβιογραφιών τους, η Μόρισον θα εκδώσει το 1970 το πρώτο της μυθιστόρημα, το Γαλάζια Μάτια (The Bluest Eye). Για τη συγγραφική της ιδιότητα επιλέγει το υποκοριστικό «Τόνι». Η Τόνι Μόρισον είναι καθολική και διαλέγει το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο προς τιμήν του Αγίου Αντώνιου.
Και μπορεί η Τόνι Μόρισον να θεωρείται σήμερα ως μία από τις πιο εμβληματικές εκπροσώπους της αμερικανικής λογοτεχνίας, εντούτοις το λογοτεχνικό της ντεμπούτο στέφεται με αποτυχία καθώς η ιστορία της Πέκολα, της μικρής μαύρης που λαχταρούσε όσο τίποτα άλλο να έχει γαλάζια μάτια, προκαλεί αμφιλεγόμενα συναισθήματα στο αναγνωστικό κοινό. Η ίδια η Μόρισον, αναφερόμενη στο Γαλάζια Μάτια, έχει δηλώσει ότι απλώς ήταν το βιβλίο που ήθελε να διαβάσει και δεν υπήρχε. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στους ρόλους της μόνης, εργαζόμενης μητέρας ξυπνούσε καθημερινά στις 4 τα ξημερώματα για να γράψει. Για την ιστορία, το Γαλάζια Μάτια έγινε best seller –με τη συμβολή του διάσημου Book Club της Όπρα Γουίνφρι– μόλις το 2000: 30 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το βιβλίο πούλησε εκατό χιλιάδες αντίτυπα.
Το 1973 κυκλοφορεί το δεύτερο μυθιστόρημα της Μόρισον Sula που προτάθηκε για το Βραβείο Αμερικανικού Βιβλίου (American Book Award). Ωστόσο, την πιο θερμή υποδοχή στην Μόρισον την επιφύλαξαν το αναγνωστικό κοινό και οι κριτικοί το 1977, οπότε και κυκλοφόρησε το αριστουργηματικό μυθιστόρημα Το τραγούδι του Σόλομον (Song of Solomon). Όταν ο θεσμός Book of the Month Club το ενέταξε στις προτάσεις του προς ανάγνωση, ήταν η πρώτη φορά που συμπεριλήφθηκε έργο Αφροαμερικανού συγγραφέα μετά το Γέννημα Θρέμμα (Native Son) του Richard Wright, έργο που είχε εκδοθεί το 1940. Το Τραγούδι του Σόλομον αγαπήθηκε πολύ (ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα έχει δηλώσει πως είναι ένα από τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν) και η βράβευσή του με το National Books Critics Circle Award ήρθε απλώς να επισφραγίσει τη μεγάλη του απήχηση.
Ωστόσο, μία ακόμη μεγαλύτερη διάκριση περίμενε την Τόνι Μόρισον δέκα χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Αγαπημένη (Beloved) για το οποίο απέσπασε το 1988 το βραβείο Πούλιτζερ (Pulitzer Award), στην κατηγορία της μυθοπλασίας. Αξίζει να σημειωθεί πως όταν το εν λόγω βιβλίο δεν κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, 48 συγγραφείς υπέγραψαν επιστολή διαμαρτυρίας ενώ δέκα χρόνια μετά, η κυρίαρχος των media Όπρα Γουίνφρι έκανε την παραγωγή και πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά του Beloved.
Η ύψιστη διάκριση θα έρθει το 1993, μετά την έκδοση του μυθιστορήματός της Jazz , οπότε της απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας και γίνεται η πρώτη Αφροαμερικανίδα που λαμβάνει το κορυφαίο βραβείο.
Την ίδια χρονιά οργανώνει στο πανεπιστήμιο Princeton, στο οποίο διδάσκει από το 1989, ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής γνωστό ως Princeton Atelier. Η μόνιμη συμβουλή που έδινε στους σπουδαστές της ήταν «Μη γράφετε για τη δική σας –μικρή– ζωή», θέλοντας να τους προειδοποιήσει για την παγίδα της αυτοαναφοράς.
Το 1986 η «ανήσυχη» Τόνι Μόρισον αποφασίζει να γράψει το πρώτο θεατρικό της έργο με τίτλο Dreaming Emmett, το 1994 τους στίχους για το τραγούδι Four Songs και το 1997 για το τραγούδι Sweet Talk. Το 1999 ασχολείται με την παιδική λογοτεχνία και γράφει μαζί με τον γιο της Σλέιντ επτά παιδικά βιβλία. Το 2006 γράφει το λιμπρέτο της όπερας Margaret Garner, μέσα από το οποίο ξετυλίγεται μια τραγική ιστορία δουλείας. Το έργο κάνει πρεμιέρα στην Όπερα της Νέας Υόρκης το 2007.
Έχοντας αποσυρθεί από τα διδακτικά της καθήκοντα στο Princeton, αφοσιώνεται στη συγγραφή. Τον Δεκέμβριο του 2010 βρίσκεται στα μισά του μυθιστορήματος Γυρισμός (Home, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2017 για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος), όταν ο γιος της Σλέιντ φεύγει από τη ζωή, χτυπημένος από τον καρκίνο.
Η Μόρισον βρίσκει παρηγοριά στη γραφή. Το 2012 κυκλοφορεί ο Γυρισμός, αφιερωμένος στον Σλέιντ, ενώ γράφει και το λιμπρέτο για την όπερα Desdemona, μια σύγχρονη «φεμινιστική» εκδοχή του σαιξπηρικού Οθέλλου, η οποία ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Πίτερ Σέλαρς στο Λονδίνο και τη Βιέννη, και την ίδια χρονιά λαμβάνει το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας (Presidential Medal of Freedom) από τον τότε πρόεδρο, προσωπικό φίλο και θαυμαστή της Μπαράκ Ομπάμα. Η βράβευση της Τόνι Μόρισον με το Μετάλλιο της Ελευθερίας ήταν κάτι περισσότερο από αυτονόητη, αφού το συγγραφικό της έργο έχει ρίξει φως στις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας της «μαύρης κοινότητας» των ΗΠΑ, από τα χρόνια της δουλείας ως τον σκοταδισμό της δεκαετίας του ’50 και τον παράλογο Πόλεμο της Κορέας που στοίχισε τη ζωή σε 58.000 Αμερικανούς.
Παράλληλα, η Μόρισον αποτελεί μία από τις πιο δυνατές φωνές ενάντια στη λογοκρισία: Όταν το 2009 ένα από τα βιβλία της απαγορεύτηκε από τη διδακτέα ύλη ενός σχολείου στο Μίσιγκαν, ανέλαβε την αρχισυνταξία μιας συλλογής δοκιμίων για τη λογοκρισία και τη δύναμη του γραπτού λόγου, με τίτλο Burn the Book, ενώ σε ομιλία της στο πλαίσιο του Συμβουλίου για την Ελευθερία του Λόγου (Free Speech Council) δήλωσε «Η σκέψη πως δεν θα γράφονται μυθιστορήματα, πως τα ποιήματα θα σιγοψιθυρίζονται από φόβο μην ακουστούν από τους λάθος ανθρώπους, πως οι στοχαστές δεν θα προκαλούν την εξουσία με τα ερωτήματά τους, πως δεν θα γυρίζονται ταινίες και τα θεατρικά έργα δεν θα βρίσκουν σκηνή να τα φιλοξενήσει, είναι μια σκέψη που με προβληματίζει σε βαθμό τρόμου. Σαν να προσπαθούμε να περιγράψουμε τον κόσμο με αόρατο μελάνι».
H Τόνι Μόρισον παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της, πολυγραφότατη. Το τελευταίο της μυθιστόρημα God Help the child κυκλοφόρησε το 2015 και το 2016 έλαβε μία ακόμη διάκριση: το βραβείο Pen/Saul Bellow για τη συμβολή της στην αμερικανική λογοτεχνία. Το έργο που άλλοι θα χρειάζονταν αρκετές ζωές για να «χτίσουν», για την Τόνι Μόρισον έμοιαζε μια απλή διαδικασία. Και παρόλο που κανείς δεν της είχε θέσει –φανερά τουλάχιστον– το ερώτημα «Μα, πώς τα καταφέρνετε;» η ίδια είχε ήδη απαντήσει μέσα από δηλώσεις που είχε κάνει κατά καιρούς: Η σπουδαία συγγραφέας γνώριζε πως σημασία δεν είχε η ημερομηνία γέννησης αλλά η εσωτερική ηλικία του καθενός: «Μέσα μου ξέρω πως είμαι 23», έλεγε. Και αντί να εμπιστεύεται τυφλά το ένστικτό της, η Μόρισον είχε δηλώσει πως «Διαθέτω την ευφυΐα να μελετήσω το ένστικτό μου».
Μια πλήρης ζωή και μια πλούσια συγγραφική καριέρα… Άραγε, υπήρχε κάτι που δεν πρόλαβε να γράψει η Τόνι Μόρισον; Ναι, τα απομνημονεύματά της! Μολονότι, η ίδια είχε συμφωνήσει την έκδοση δύο ακόμα έργων της από τον Random House, παρέμενε σταθερή στην άποψή της: «Δεν γράφω την αυτοβιογραφία μου. Δεν με ενδιαφέρει». Είχε ήδη ζήσει μια ζωή γεμάτη από εμπειρίες και θριάμβους, που την αντιμετώπιζε με την περιέργεια μιας νεαρής φοιτήτριας, αδιαφορώντας για την υστεροφημία της.