Τι απέγιναν τα έπιπλα αντίκες, τα πολύτιμα κοσμήματα και η πανάκριβη γκαρνταρόμπα της Μαρίας Κάλλας μετά τον θάνατό της;
Με ποιο τρόπο τα πνευματικά δικαιώματα του ονόματος Μαρία Κάλλας κατέληξαν στα χέρια γνωστού υποστηρικτή της Χρυσής Αυγής;
Ένα βιβλίο γραμμένο με την αληθινή φωνή της Μαρίας Κάλλας!
Η συγγραφέας Λίντζι Σπενς φέρνει στο φως για πρώτη φορά τις προσωπικές επιστολές της λαμπερής υψιφώνου! Μέσα από μοναδικά ντοκουμέντα κρυμμένα σε ιδιωτικές συλλογές και πανεπιστημιακά αρχεία αναδεικνύονται οι αγωνίες της πιο διάσημης ερμηνεύτριας του λυρικού θεάτρου, της Divina Assoluta, και οι καταστάσεις που την κατέβαλλαν ψυχικά και συνετέλεσαν στην επιδείνωση της υγείας της.
Από την πρώτη μέρα της ύπαρξής της, η μικρή Μαρία αντιμετωπίστηκε ως ένα λάθος, μια απογοήτευση. Ο θάνατος του δίχρονου αδελφού πριν γεννηθεί εκείνη βύθισε τους γονείς της στη θλίψη. Η Λίτσα και ο Γιώργος περίμεναν το νέο μωρό να εκπληρώσει τις προσδοκίες που άφησε πίσω του το αγόρι. Η γέννηση ενός κοριτσιού έφερε μόνο πικρία – μια γεύση χαρακτηριστική της σχέσης της Μαρίας με την οικογένειά της όσο ζούσε.
Η μητέρα της ήταν κυκλοθυμική λόγω ορμονικών διαταραχών και κληρονομικών ψυχικών νοσημάτων, με κρίσεις μεγαλείου. Η Μαρία και η μεγαλύτερη αδελφή της, Τζάκι, επιβίωσαν σε περιβάλλον συναισθηματικής αστάθειας και ψυχολογικής βίας. Μόλις ανακάλυψε πως η μικρότερη κόρη διαθέτει ταλέντο στο τραγούδι, η Λίτσα φρόντισε να εκμεταλλευτεί το χάρισμα προς όφελός της. Έκτοτε η εκμετάλλευση συνεχίστηκε, είτε υπό τη μορφή εκβιαστικών επιστολών με αντάλλαγμα χρηματικά ποσά είτε υπό την έκδοση βιβλίων με θέμα τη Μαρία.
«Τα παιδιά πρέπει να έχουν μια υπέροχη παιδική ηλικία. Εγώ δεν την είχα. Μακάρι να μπορούσα».
Έχοντας μεγαλώσει σε νοσηρό περιβάλλον, ήταν δύσκολο για τη νεαρή Μαρία να διαχωρίσει τη φιλία από τον έρωτα και την κολακεία από την αγάπη. Αυτή η αβεβαιότητα θα την ακολουθούσε στις σχέσεις με τους άντρες της ζωής της, καθιστώντας την εύκολο θύμα παραπλάνησης και κακοποίησης.
«[Η Λίτσα] επέβαλλε, στην ουσία, τη θέλησή της στα κορίτσια», έλεγε η εξαδέλφη της Μαρίας, η Τιτίνα Κουκούλη. «Με μια ματιά τις έκανε να ζαρώνουν και να υποτάσσονται». Αρνούμενη αυτούς τους ισχυρισμούς, η Λίτσα έγραφε: «Θα μπορούσα να προσθέσω ότι στα παιδιά αρέσει να νιώθουν κακοποιημένα (εμένα πάντως μου άρεσε)».
Ο γάμος με τον Τίτα Μενεγκίνι ξεκίνησε από την πρόθεσή του να αναλάβει όλα τα έξοδα της παραμονής της Μαρίας στην Ιταλία, στα πρώτα βήματα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας της. Η αθώα μα και υπέρμετρα φιλόδοξη κοπέλα πίστεψε ότι η χειρονομία του κορτάκια Ιταλού κρύβει αληθινό θαυμασμό και αγάπη. Ο Μενεγκίνι, όμως, ήταν ένας απλός εργολάβος οικοδομικών υλικών, γνωστός στην πιάτσα για τον στόχο του να πλουτίσει σαν ατζέντης τραγουδιστριών όπερας. Παρέχοντας οικονομική σιγουριά και την εντύπωση μιας βαθύτερης σχέσης στην ανασφαλή Μαρία, ο Μενεγκίνι δεν δίσταζε να τη μειώνει για την απεριποίητη εμφάνιση και τη φτώχεια της, όσο απομυζούσε τα χρήματα των αμοιβών της. Εκείνη έκανε τα πάντα για την αγάπη και την προσοχή του.
«Έφαγες, κοιμήθηκες, δούλεψες καλά; Με σκέφτηκες λιγάκι; Δεν σου είπα ψέματα στο τηλέφωνο. Πραγματικά, δεν είμαι πολύ καλά. Ήδη καθώς μιλούσα, ένιωθα την καρδιά μου να σπάει. Ξέρεις πώς νιώθω όταν είμαι μακριά σου».
Η αδιαφορία του Μενεγκίνι προκαλούσε μεταπτώσεις διάθεσης στη Μαρία και αμφισβήτηση του ταλέντου της.
«Δεν έχετε ιδέα πόσο πολύ έκλαψα. Δεν ήθελα να συνεχίσω. Ήμουν απελπισμένη. Είμαι τρομοκρατημένη από τον εαυτό μου … Δεν μου αρέσω ως φωνή».
Όσο δούλευε τη φωνή της έκανε εξουθενωτικές προσπάθειες βελτίωσης της ατσούμπαλης, κατά τα πρότυπα της εποχής, σιλουέτας της. Ψηλή και ευτραφής, με ακμή και άχαρο σκελετό γυαλιών, η Μαρία γινόταν αντικείμενο χλευασμού από μικρή. Μεγαλώνοντας φρόντισε να ακολουθήσει πρόγραμμα διατροφής, τα αποτελέσματα του οποίου δεν ικανοποιούσαν τους σεξιστές δημοσιογράφους του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ.
Ένας Ιταλός δημοσιογράφος είχε γράψει κάποτε: «Σε ό,τι αφορά τις γυναικείες χάρες, η Μαρία Καλογεροπούλου δεν διαθέτει και πολλές. Κακή υγεία, χοντροί αστράγαλοι, παχυσαρκία, και ένας γάμος συμφέροντος».
Όσο η καριέρα της απογειώνεται, αντιμετωπίζει εντονότερα ψυχοσωματικά προβλήματα. Την περίοδο της γνωριμίας με τον Αριστοτέλη Ωνάση, η Κάλλας διαγνώστηκε με νευρική κατάρρευση. Οι λύσεις της εποχής από τους γιατρούς των διασήμων ήταν άκρως παρεμβατικές. Η υγεία της είχε επιδεινωθεί εξαιτίας τονωτικών ενέσεων με εθιστικές ουσίες όπως αμφεταμίνες και μεθαμφεταμίνες.
Από την αρχή είχε επίγνωση πως ο Ωνάσης θα την πλήγωνε. Παραδόθηκε στη μοίρα της και αφέθηκε στην καταστροφική σχέση που αποτέλεσε το μεγαλύτερο πλήγμα στην κλονισμένη υγεία της.
«Μπορείς να με σκοτώσεις … αλλά δεν μπορείς να με τσακίσεις».
Το χρονικό του δεσμού τους αποδίδεται ρεαλιστικά στις σελίδες του Casta Diva. Η Σπενς απέφυγε τη ρομαντική αναπαραγωγή του έρωτα της Κάλλας για τον Ωνάση, όπως την παρακολουθούμε δεκαετίες τώρα στον Τύπο, και βασίστηκε στα λόγια της ίδιας της ντίβας.
«Ήταν ο πρώτος που με έκανε να αισθανθώ γυναίκα· ο πρώτος που μου έκανε πραγματικό έρωτα. Δεν μπορώ να τον χάσω».
Ο Ωνάσης, με παρελθόν στην εκμετάλλευση κάθε γοητευτικής ντάμας που πέρασε από τη ζωή του, φέρθηκε στη Μαρία απαξιωτικά και βίαια, εξευτελίζοντας τη γυναίκα και την καλλιτέχνιδα ώσπου να αναζητήσει το συμφέρον του σε νέα προσοδοφόρα γνωριμία. Τα ξεσπάσματα και η δεσποτική νοοτροπία του εφοπλιστή φωτίζουν ελάχιστα προβεβλημένες πτυχές της προσωπικότητάς του, καίρια ιδωμένες στο συγκείμενο του MeToo.
Το Casta Diva παραδίδει την πλήρη βιογραφία της Κάλλας διανθισμένη με ατόφια αποσπάσματα επιστολών της, τμήματα συνεντεύξεων και μαρτυρίες εκείνων που την έζησαν από κοντά.
Όσα δεν γνωρίζετε για τη μεγαλύτερη σοπράνο όλων των εποχών αποκαλύπτονται σε ένα συγκλονιστικό βιβλίο-ντοκουμέντο. Αποτέλεσμα κοπιαστικής έρευνας στα αρχεία του πανεπιστημίου Στάνφορντ, το Casta Diva – Μαρία Κάλλας: Η κρυφή ζωή της είναι ένας φόρος τιμής στη Μαρία πίσω από τον μύθο του ονόματος. Οι προβολείς πέφτουν στη γυναίκα Κάλλας και φέρνουν στο προσκήνιο τις σκιές που την ακολουθούσαν σε κάθε της βήμα.