Theopinion.gr | 12.10.2025
Γράφει ο Διονύσης Μαγουλάς
Αυτές τις ημέρες, η πολιτική ατζέντα στην Κεντροδεξιά κινείται στον χώρο των βιβλίων. Ύστερα από το Ωδείο Αθηνών και το βιβλίο του Ευριπίδη Στυλιανίδη για την Τεχνητή Νοημοσύνη, ήρθε η σειρά του Αλέξη Πατέλη και της «Μεγάλης Επιστροφής» μιας εκδήλωσης που συγκέντρωσε το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου, τον πρωθυπουργό και πλήθος υπουργών. Κι όμως, σε αυτό το πολιτιστικό γεγονός, αποτυπώθηκε κάτι ουσιαστικότερο: η προσπάθεια της σημερινής Κεντροδεξιάς να διαμορφώσει ένα νέο ιδεολογικό λεξιλόγιο, με άξονες τη γνώση, τη μετριοπάθεια και τη σοβαρότητα.
Στον δημόσιο λόγο, οι βιβλιοπαρουσιάσεις σπανίως παράγουν πολιτική ενέργεια. Ειδικά στον χώρο της Κεντροδεξιάς που δεν φημιζόταν για τις ιδεολογικές της αναζητήσεις. Όταν όμως ο πυρήνας της εξουσίας επιλέγει να μιλήσει με αυτό τον τρόπο, σηματοδοτεί κάτι βαθύτερο: την επιθυμία να μεταφερθεί η πολιτική συζήτηση σε ένα επίπεδο θεσμικής αυτοσυνείδησης. Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη δείχνει να εγκαταλείπει συνειδητά τη ρητορική της αντιπαράθεσης και να επενδύει σε ένα αφήγημα ήπιου, αλλά σταθερού εκσυγχρονισμού. Το βιβλίο του Αλέξη Πατέλη είναι κάτι πέρα από μια μαρτυρία ενός συμβούλου, αλλά αποτελεί συμπύκνωση μιας ολόκληρης κυβερνητικής φιλοσοφίας που βλέπει την πολιτική ως άσκηση υπευθυνότητας μέσα σε έναν κόσμο αβεβαιότητας, σε έναν κόσμο γεμάτο “unknown unknowns”.
Η «μεγάλη επιστροφή» του τίτλου δεν απευθύνεται στην επιστροφή σε μια φαντασιακή κανονικότητα, αλλά στην έννοια της αξιοπιστίας. Της αξιοπιστίας ως προϋπόθεσης της εθνικής αυτοπεποίθησης, όχι μόνο οικονομικής αλλά και πολιτισμικής. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχείρησε εξαρχής να μετατοπίσει τον άξονα της πολιτικής από το «ποιοι είμαστε» στο «πώς λειτουργούμε». Και μέσα από αυτή τη μετάβαση, η τεχνοκρατία έπαψε να είναι ψυχρή διαχείριση και έγινε πολιτική ταυτότητα. Ένα μοντέλο που βασίζεται στη γνώση, στη λογοδοσία και στη συνέχεια, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοσχεδιασμό και τη ρητορική του θυμού που χαρακτήρισαν προηγούμενες περιόδους.
Σε αυτό το πλαίσιο, το αφήγημα της σημερινής Κεντροδεξιάς αποκτά υπαρξιακή διάσταση. Η χώρα δεν «επέστρεψε» μόνο στις αγορές, επέστρεψε στην αίσθηση ότι μπορεί να σχεδιάζει το μέλλον της. Η επιστροφή αυτή είναι και πολιτισμική: σημαίνει πως η σοβαρότητα έγινε ξανά αξία, πως η θεσμικότητα δεν θεωρείται πια μειονέκτημα, πως ο επαγγελματισμός στην πολιτική δεν εξισώνεται με ελιτισμό. Το πνεύμα που αποπνέει το βιβλίο του Πατέλη (και γενικότερα η τεχνοκρατική σχολή του Μεγάρου Μαξίμου) είναι ακριβώς αυτό, ότι η γνώση, η μεθοδικότητα και η ενσυναίσθηση δεν είναι αντικρουόμενες αρετές, αλλά ο συνδυασμός που συγκροτεί τον σύγχρονο πατριωτισμό.
Η τελευταία φράση του συγγραφέα, πως «η τεχνοκρατία με ενσυναίσθηση δεν είναι ελιτισμός, αλλά ουσιαστικός πατριωτισμός», αποτυπώνει τη βαθύτερη πρόθεση αυτής της πολιτικής παράδοσης: να αποδείξει ότι μπορεί να υπάρχει πολιτική χωρίς θόρυβο, μεταρρύθμιση χωρίς έπαρση, και κρατική αποτελεσματικότητα χωρίς απανθρωπιά. Είναι μια προσπάθεια επανανοηματοδότησης του φιλελεύθερου πατριωτισμού, σε μια εποχή που οι ιδεολογίες αποδομούνται και η πολιτική συχνά εξαντλείται σε επικοινωνιακές εκρήξεις.
Αυτό που καθιστά ενδιαφέρον το σημερινό κυβερνητικό αφήγημα είναι ότι δεν επενδύει πλέον στη σύγκρουση, αλλά στη διάρκεια. Αν το 2019 το κεντρικό μήνυμα ήταν η «επανεκκίνηση», σήμερα το μήνυμα είναι η «συνέχεια». Όχι η συνέχεια ως αδράνεια, αλλά ως συνειδητή επιλογή κανονικότητας. Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει απρόβλεπτα ,από τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη και την ενεργειακή μετάβαση, η πολιτική αποκτά σχεδόν υπαρξιακό ρόλο, με το να κρατά σταθερό το πλαίσιο, ώστε η κοινωνία να μπορεί να προσαρμόζεται χωρίς να διαλύεται. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Πατέλης όταν μιλά για διαχείριση των αβεβαιοτήτων: δεν είναι απλώς οικονομική φράση, είναι πολιτική στάση.
Η «Μεγάλη Επιστροφή» λοιπόν δεν πρέπει να ειδωθεί ως ένα πόνημα αυτοθαυμασμού, αλλά ως ένας τρόπος να ερμηνευτεί η άσκηση εξουσίας σαν άσκηση ορθολογισμού μέσα σε έναν συναισθηματικά φορτισμένο κόσμο. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, όμως το υπόδειγμα που προτείνεται μια διακυβέρνηση βασισμένη στα δεδομένα, στην προβλεψιμότητα και στην αξιοπιστία, που αποτελεί ίσως τη μόνη βιώσιμη απάντηση στην αστάθεια. Και είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η απάντηση δεν εκφωνείται με πανηγυρικό λόγο, αλλά γράφεται, αναλύεται, παρουσιάζεται και σε βιβλία.
Γιατί αυτό που παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες είναι κάτι περισσότερο από σύμπτωση: η ανάδειξη της διανόησης ως εργαλείου πολιτικής νομιμοποίησης. Η Κεντροδεξιά επιχειρεί να αποδείξει ότι μπορεί να είναι ταυτόχρονα πρακτική και στοχαστική. Ότι η πολιτική δεν χρειάζεται να φωνάζει για να πείθει. Και ίσως αυτό, τελικά, να είναι το πιο ουσιαστικό πολιτικό μήνυμα που προκύπτει από τις αίθουσες των βιβλιοπαρουσιάσεων: πως η γνώση, η μετριοπάθεια και η ευθύνη μπορούν να ξαναγίνουν φορείς πολιτικής συγκίνησης.
Η Ελλάδα, ύστερα από δεκαετίες ταραχής, αναζητεί την ωριμότητά της. Και η «μεγάλη επιστροφή» που περιγράφει ο Πατέλης, είτε κανείς τη διαβάσει κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, είναι η επιστροφή αυτής της ωριμότητας στο προσκήνιο. Μιας πολιτικής που δεν στηρίζεται στο συναίσθημα του θυμού, αλλά στο αίσθημα της συνέπειας. Μιας τεχνοκρατίας που δεν κρύβει την ενσυναίσθησή της, αλλά την εντάσσει στον πυρήνα της πατριωτικής ευθύνης.
Πηγή: theopinion.gr

