«Η ανθρώπινη ιστορία είναι μια εξέλιξη από την απλή ομοιότητα προς την ποικιλομορφία και εν τέλει, προς τη σύνθετη ομοιότητα» είχε δηλώσει ο Ουίλιαμ Χάρντι Μακνήλ.
Γεννημένος στο Βανκούβερ το 1917, ο γιος του θεολόγου και εκπαιδευτικού Τζον Τ. Μακνήλ κάπου στην εφηβεία του αποφασίζει πως η θρησκεία δεν τον βοηθά να ερμηνεύσει τον κόσμο και τα φαινόμενα του, και προτιμά να στραφεί στη μελέτη της ιστορίας. Έτσι, το 1938 ολοκληρώνει το προπτυχιακό και το 1939 το μεταπτυχιακό του στην Ιστορία στο πανεπιστήμιο του Σικάγο. Στο ίδιο πανεπιστήμιο επιστρέφει το 1947 ως καθηγητής και το εγκαταλείπει μόνο όταν συνταξιοδοτείται το 1987.
Τον φοιτητή Μακνήλ κερδίζει η Σχολή του Ρασιοναλισμού που έμελλε να αποτελέσει τον δικό του οδηγό ζωής και εργασίας. Αντλώντας έμπνευση από το έργο του Καρλ Μπέκερ, επιδίδεται στη μελέτη της κυκλικής ροής της ιστορίας και τη σχέση ανάμεσα στην παράδοση και την επανάσταση. Το 1947 ολοκληρώνει τη διατριβή του (PhD) στο πανεπιστήμιο του Κορνέλ η οποία έχει ως θέμα: «Τη σημασία της καλλιέργειας της πατάτας στην Ευρώπη».
Η απαρχή του δεσμού που δημιουργεί με την Ελλάδα
Αρχές του 1944 οι Ναζί αποχωρούν από τα Βαλκάνια και έτσι ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα, Λίνκολν Μακβέι, οργανώνει από το Κάιρο τη στελέχωση της μικρής του πρεσβείας που θα λειτουργήσει ξανά στην Αθήνα. Για το σκοπό αυτό, απευθύνεται στον φίλο του καθηγητή Φίλιπ Μόουσλι, ζητώντας του να προτείνει κάποιον για στρατιωτικό ακόλουθο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Ελλάδα. Ο Μόουσλι συστήνει τον διδακτορικό φοιτητή του, Ουίλιαμ Μακνήλ. Στις 10 Νοεμβρίου του 1944 ο Μακνήλ αποβιβάζεται με ένα στρατιωτικό τζιπ στο λιμάνι του Πειραιά.
Η κύρια αρμοδιότητα του νεαρού στρατιωτικού ακολούθου είναι να στέλνει αναφορές για ζητήματα στρατιωτικά και ασφαλείας στο Υπουργείο Πολέμου. Ο Μακνήλ αποφασίζει να συμπεριλάβει σε αυτές, περιγραφές από τις πολλές πτυχές της ζωής στην Ελλάδα.
Η μεταπολεμική Ελλάδα δεν αφήνει αδιάφορο τον νεαρό ιστορικό ο οποίος διασχίζει τη χώρα από άκρη σε άκρη, συγκεντρώνοντας πληροφορίες και εντυπώσεις, ενίοτε και από τις κατεχόμενες από αντάρτες περιοχές. Ο ίδιος παρατηρεί με κριτική διάθεση τους βρετανικούς χειρισμούς και γίνεται μάρτυρας διάφορων γεγονότων όπως η αλλαγή ηγεσίας στο Κιλκίς, από τους κομμουνιστές στους εθνικιστές. Ο πρεσβευτής Μακβέι λαμβάνει τις αναφορές του Μακνήλ και αρκετές φορές συμπεριλαμβάνει αποσπάσματα τους, στις επιστολές που στέλνει στον Πρόεδρο Ρούσβελτ.
Στην Αθήνα, εκτός από ιστορικά γεγονότα, συναντά και τον έρωτα στο πρόσωπο της Ελίζαμπεθ Ντάμπισαϊρ. Η Ντάμπισαϊρ έχει καταγωγή από το Κεντάκι, ωστόσο έχει ζήσει αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, καθώς ο πατέρας της δίδασκε Αγγλικά στο Κολλέγιο Αθηνών. Η ίδια είναι πολύγλωσση: γνωρίζει γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά και ελληνικά, είχε εργαστεί στο Γραφείο Πολεμικών Πληροφοριών (OWI) και στη συνέχεια μετατέθηκε στην Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ (USIA) στην Ελλάδα. Η Ελίζαμπεθ Ντάμπισαϊρ θα αποτελέσει για τον Ουίλιαμ Μακνήλ σύντροφο ζωής, συνεργάτη στην έρευνα, μεταφράστρια, κριτικό, διορθώτρια καθώς και μητέρα των τεσσάρων παιδιών που θα αποκτήσουν μαζί.
Το 1944 πλησιάζει στο τέλος του και ο Μακνήλ γίνεται μάρτυρας των Δεκεμβριανών (Δεκέμβριο 1944 – Ιανουάριο 1945) που λαμβάνουν χώρα στην Αθήνα. Η ιστορική του ανάλυση είναι αντικειμενική και βαθυστόχαστη και αποκαλύπτει την επιρροή που άσκησε στον ελληνικό λαό ο διχασμός ανάμεσα στην ελεγχόμενη από τους κομμουνιστές Αριστερά και την Δεξιά. Ο Μακνήλ γράφει εκθέσεις για τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο μέχρι και την αποστράτευση του, τον Ιούνιο του 1946. Πριν επιστρέψει στα πάτρια εδάφη του, ο τέως στρατιωτικός ακόλουθος κάνει το δικό του απολογισμό για τη μεταπολεμική Ελλάδα και τα προβλήματα που βλέπει είναι: έλλειψη φυσικών πόρων, πρωτόγονες μέθοδοι γεωργίας, μικρή βιομηχανία, λιγοστά κεφάλαια, ξένες επεμβάσεις και ανεπαρκείς υποδομές.
Η καθιέρωση του ως ιστορικός αναλυτής
Το έτος 1947, ο Ουίλιαμ Μακνήλ έχει ήδη ξεκινήσει να εργάζεται ως καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και συνεργάζεται με τον σπουδαίο ιστορικό, και προσωπικό φίλο του πεθερού του, Άρνολντ Τόινμπι. Από τη συνεργασία αυτή προκύπτουν δύο σημαντικοί σταθμοί στη σταδιοδρομία του Μακνήλ: Πρώτον, αναλαμβάνει τη συγγραφή ετήσιων αναφορών του Royal Institute of International Affairs (Chatham House) που εδρεύει στο Λονδίνο, και δεύτερον, εκδίδει το βιβλίο Αμερική, Βρετανία, Ρωσία: Η συνεργασία και η διαμάχη τους 1941-1946 (America, Britain and Russia: Their Cooperation and Conflict 1941-1946). Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως η έρευνα για το προαναφερόμενο έργο γίνεται δίχως να έχει πρόσβαση σε δημόσιες πηγές, και εντούτοις θεωρείται η πρώτη σοβαρή μελέτη του Ψυχρού Πολέμου και μια σημαντική συνεισφορά στη Σχολή του Ρεαλισμού.
Το 1956 ο Μακνήλ επιστρέφει στην Ελλάδα, αποδεχόμενος πρόσκληση του Twentieth Century Fund. Σκοπός της πρόσκλησης είναι να αξιολογήσει τον αντίκτυπο της αμερικανικής βοήθειας στον περιορισμό της φτώχειας και στην ανάπτυξη της κοινωνικής σταθερότητας. Έτσι, προέκυψε το έργο Η αμερικανική βοήθεια εν δράσει 1947-1956 το οποίο αποτελεί μια αντικειμενική ανάλυση της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας μετά τον Εμφύλιο, με ειδικές αναφορές στην σκληρή ζωή στην επαρχία και για τις ανισότητες μεταξύ αντρών και γυναικών.
Δέκα χρόνια μετά ο καθηγητής Ιστορίας επισκέπτεται ξανά την Ελλάδα και σημειώνει πως «σχεδόν όλα τα σχέδια και όνειρα του 1956 έχουν γίνει πραγματικότητα», παρατηρώντας μεγάλες αλλαγές στη γεωργική και βιομηχανική παραγωγή.
Το 1962 εκδίδεται το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του Ουίλιαμ Μακνήλ με τίτλο Η άνοδος της Δύσης: Μια ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας (The rise of the west: A history of the human community) με αντικείμενο έρευνας: τους τρόπους με τους οποίους επικοινωνούσαν οι μακρινοί πολιτισμοί μεταξύ τους. Στον πρόλογο του βιβλίου αυτού, ο συγγραφέας εκφράζει την ελπίδα το έργο του να ερμηνευόταν και να παρερμηνευόταν, καθώς κάτι τέτοιο θα εξασφάλιζε την αναγνώρισή του ως έργο αναφοράς. Η συγκεκριμένη δήλωση έμελλε να είναι προφητική.
Ναι, ο Ουίλιαμ Μακνήλ ήταν – αν μη τι άλλο – οξυδερκής και διορατικός. Το 1967 το πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν διοργανώνει διεθνές συνέδριο στο πλαίσιο εορτασμού της 20ης επετείου του Δόγματος Τρούμαν. Στο συνέδριο αυτό, ο στρατηγός Τζέιμς Βαν Φλιτ δηλώνει πως η Ελλάδα αντιμετώπιζε μία νέα εσωτερική κομμουνιστική απειλή. Ο Μακνήλ αντιτείνει πως η απειλή δεν ερχόταν από Αριστερά, αλλά από Δεξιά. Είναι 12 Απριλίου του 1967. Εννέα μέρες μετά γίνεται Πραξικόπημα στην Ελλάδα και επιβάλλεται δικτατορία.
Παρόλο που η Ελλάδα αποτελεί αγαπημένο αντικείμενο έρευνας για τον Αμερικανό ιστορικό, το 1974 κυκλοφορεί το βιβλίο Βενετία: Γέφυρα Δύσης και Ανατολής, 1081-1797 (Venice: The Hinge of Europe, 1081–1797). Η επιβλητική χιλιόχρονη ιστορία της μεγαλύτερης θαλασσοκράτειρας δύναμης με κτήσεις στην Ιταλία και την Ελλάδα και εμπορική κυριαρχία σε όλη τη Μεσόγειο, υποχρεώνοντάς την να συνυπάρχει και να ανταγωνίζεται τους Βυζαντινούς και τους Οθωμανούς, συναρπάζει τον αριστοτέχνη της ιστορικής αφήγησης.
Το έργο αυτό αποτελεί μια κλασική στιγμή της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας.
Έχοντας ήδη ανοίξει νέους δρόμους αναστοχασμού στη μελέτη της ιστορίας, ο Ουίλιαμ Μακνήλ αποδεικνύεται ακόμα πιο πρωτοπόρος με το έργο του Λαοί και Επιδημίες (Plagues and Peoples) το οποίο παρόλο που εκδίδεται το 1976 παραμένει επίκαιρο καθώς ο Μακνήλ ήταν ο πρώτος που συνειδητοποίησε ότι οι επιδημίες όχι μόνο δεν είναι περίοδοι αναστολής της εξέλιξης της ιστορίας, αλλά αποτελούν ένα από τους πιο δραματικούς επιταχυντές της. Και πράγματι, η ανάλυση του αγώνα ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος και τα μικρόβια αποτελεί μια μεθοδολογική καινοτομία.
Η μεταμόρφωση της Ελλάδας
Για περισσότερα από τριάντα χρόνια η Ελλάδα αποτελεί αγαπημένο αντικείμενο μελέτης του Μακνήλ και έτσι το 1978 εκδίδει το βιβλίο Η μεταμόρφωση της Ελλάδας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (The Metamorphosis of Greece Since World War II, 1978). Η έρευνα του κινείται σε δύο άξονες: ο ένας είναι το τοπίο, η γεωγραφική διαμόρφωση, το κλίμα και την αστικοποίηση της Ελλάδας, και ο άλλος η συνύπαρξη των παραδοσιακών στοιχείων με τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της χώρας. Ο ίδιος είχε ανέκαθεν τη δυνατότητα ως ιστορικός να αντιλαμβάνεται τη διαδοχή ανάμεσα στο αρχαίο, το βυζαντινό και το νεοελληνικό πνεύμα, πέρα όμως από την επιστημονική του ιδιότητα, είναι φανερό πως υπήρξε λάτρης του ελληνικού πνεύματος και τοπίου.
«Το έργο αποτελεί μια ολοκληρωμένη ματιά πάνω στη σύγχρονη ελληνική ιστορία – τόσο συνολική, όσο σπανίως καταφέρνουν (αν το καταφέρνουν ποτέ) να αποδώσουν οι ίδιοι οι Έλληνες αναλυτές.» σημειώνει για το Η μεταμόρφωση της Ελλάδας ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου σε άρθρο του στο The Athens Review of books.*
Και πάλι πρωτοπόρος
Μετά την ανάλυση της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας, ο Μακνήλ πρωτοπορεί και πάλι στην ιστορική έρευνα εκδίδοντας το 1982 το έργο Επιδιώκοντας την ισχύ: Πόλεμοι, τεχνολογία και κοινωνίες από την αρχαιότητα έως σήμερα (he Pursuit of Power: Technology, Armed Force, and Society since A.D. 1000). Αυτή τη φορά ο σπουδαίος ιστορικός επικεντρώνει την έρευνά του σε μία βασική ιδέα: πώς οι «κύκλοι» της παγκόσμιας ιστορίας –όπως, για παράδειγμα, οι άνοδοι και οι πτώσεις ολόκληρων αυτοκρατοριών– μπορούν να ερμηνευθούν αν λάβει κανείς υπόψη την εισαγωγή συγκεκριμένων τεχνολογικών καινοτομιών που χρησιμοποιήθηκαν για πολεμικούς σκοπούς.
Και μπορεί ένα ιστορικό έργο που ξεκινά από τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί και να καταλήγει στα πυρηνικά όπλα και την «κούρσα των εξοπλισμών» του Ψυχρού Πολέμου, να είναι συναρπαστικό, στον πυρήνα του παραμένει ένα έργο που γράφτηκε από έναν βαθιά ανθρωπιστή που θεωρεί ότι βαθύτερη κατανόηση της Ιστορίας βοηθά τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν διλήμματα που αφορούν το παρόν και το μέλλον.
«Ο ιστορικός των μεγάλων συνθέσεων»
Μετά από 40 χρόνια διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, ο Ουίλιαμ Μακνήλ συνταξιοδοτείται το 1987, παραμένει ωστόσο ένας πολύ ενεργός συγγραφέας (έχοντας γράψει περισσότερα από 20 βιβλία).
Το 1996 λαμβάνει το βραβείο Εράσμους για την «εξέχουσα συνεισφορά του στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό» ενώ το 2009 ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, του απονέμει το Εθνικό Βραβείο των Ανθρωπιστικών Επιστημών σε μια τελετή που λαμβάνει χώρα στο Λευκό Οίκο.
Το 2003 έχει τη χαρά να γράψει μαζί με τον γιο του Τζον Ρόμπερτ, ο οποίος θεωρείται άξιος συνεχιστής του, το έργο The Human Web: A Bird’s-Eye View of World History.
Το τελευταίο, εξάτομο έργο του εκδίδεται το 2011 και πέντε χρόνια μετά φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 98 ετών, έχοντας αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στη επιστήμη της ιστορίας καθώς τα έργα του παραμένουν διαχρονικά και κατά μία περίεργη ειρωνεία: απίστευτα επίκαιρα!
* «H αναζήτηση της Δύσης και η μελέτη της Ελλάδας», Ευάνθης Χατζηβασιλείου, 2013, The Athens Review of books