Ο πρύτανης των ιστορικών του Ψυχρού Πολέμου
Οι μεταπολεμικοί στόχοι του Στάλιν ήταν η προσωπική του ασφάλεια, η ασφάλεια του καθεστώτος του, της χώρας του και κατόπιν της ιδεολογίας του. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.
Αυτά έγραφε ο Τζον Λιούις Γκάντις (γενν. 1941), σημερινός κάτοχος της έδρας Στρατιωτικής και Ναυτικής Ιστορίας Robert A. Lovett στο πανεπιστήμιο Γέιλ, όταν αναθεωρούσε την πολύχρονη άποψή του ότι για την ευθύνη της έναρξης του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν εξ ολοκλήρου υπεύθυνες ούτε η ΕΣΣΔ ούτε οι ΗΠΑ. Εν αντιθέσει με την παλιά του αυτή άποψη –ότι και οι δύο υπερδυνάμεις επεδίωξαν εξίσου να προστατεύσουν την ασφάλεια και τα συμφέροντά τους, με την ένταση μεταξύ τους να κλιμακώνεται λόγω παρανοήσεων και δυσκολιών επικοινωνίας– ο Γκάντις υποστήριξε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν άνοιξαν επιτέλους τα σοβιετικά αρχεία, ότι ο Ιωσήφ Στάλιν έπαιξε πολύ σημαντικότερο ρόλο στην υποκίνηση του Ψυχρού Πολέμου απ’ ό,τι είχε οποιοσδήποτε υποψιαστεί. Σήμερα, ο Τζον Λιούις Γκάντις θεωρείται ο κατεξοχήν πρεσβευτής της άποψης ότι ο ίδιος ο Στάλιν αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες αιτίες του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Γκάντις είναι, ίσως, ο πιο γνωστός και πολυδιαβασμένος ιστορικός στον κόσμο σε θέματα Ψυχρού Πολέμου και Στρατηγικής Μεγάλης Κλίμακας. Οι New York Times τον έχουν επανειλημμένα αποκαλέσει «πρύτανη των ιστορικών του Ψυχρού Πολέμου». Ανέκαθεν ενδιαφερόταν για τα σημεία όπου συναντώνται η ιστορία και η σύγχρονη πολιτική και για τη διαδικασία μέσω της οποίας τα γεγονότα μετασχηματίζονται σε Ιστορία. Για αυτόν τον λόγο, άρχισε από νωρίς να ασχολείται με τη διπλωματική ιστορία. «Ξεκίνησα να ερευνώ τον Ψυχρό Πόλεμο όταν ακόμα ο Ψυχρός Πόλεμος συνέβαινε γύρω μας» γράφει. «Το σχέδιο Μάρσαλ παρήγαγε άμεσα ψυχολογικά και υλικά οφέλη για τις χώρες που το έλαβαν. Το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να δεχθεί τέτοια βοήθεια, μην επιτρέποντάς και στους δορυφόρους της να τη λάβουν, έδωσε την ευκαιρία στις ΗΠΑ να αποκτήσουν τόσο γεωπολιτικό όσο και ηθικό πλεονέκτημα από τις αρχές του Ψυχρού Πολέμου».
Η έρευνα της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου αποδείχθηκε, τελικά, ελκυστική σε βάθος χρόνου: η πτώση του πρώην Ανατολικού Μπλοκ οδήγησε στο άνοιγμα των αρχείων όλο και περισσότερων χωρών και στην εύρεση αναπάντεχων θησαυρών εντός τους: «Δεν περίμενα ποτέ να βρεθώ σε θέση να ερευνήσω και αντλήσω στοιχεία από τα κρατικά έγγραφα της ΕΣΣΔ, της Κίνας ή των χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Εφόσον αυτό κατέστη δυνατόν όμως» υποστηρίζει ο Γκάντις «έχουμε υποχρέωση να επανεξετάσουμε πολλά από τα πράγματα που πιστεύαμε ότι ξέραμε πριν από τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου».
Οι ανεκτίμητοι αρχειακοί θησαυροί που αποκαλύφθηκαν από το άνοιγμα των αρχείων έχουν ως αποτέλεσμα πολλοί από τους πρώην μαθητές του Γκάντις να αναθεωρούν το παλιότερο έργο του δασκάλου τους. Αντί να τον τρομάζει, η διαδικασία αυτή τον ενθουσιάζει και τον τιμά: «Αυτή η σπίθα που βλέπω στους πρώην μαθητές μου, όταν εκείνοι αρχίζουν και δημοσιεύουν κι εγώ καταλαβαίνω ότι δεν δημιούργησαν κλώνους μου αλλά σκεπτόμενους ανθρώπους με τις δικές τους, ανεξάρτητες απόψεις, που έχουν το θάρρος να τις εκθέσουν κιόλας, είναι το όλο νόημα της πανεπιστημιακής διδασκαλίας».
Για αυτή του την πανεπιστημιακή προσφορά, ο Τζον Λιούις Γκάντις έχει τιμηθεί με το National Humanities Medal (Εθνικό Μετάλλιο Ανθρωπιστικών Σπουδών) των ΗΠΑ, το 2005. Έχει διδάξει στα πανεπιστήμια της Ιντιάνα, του Οχάιο, της Οξφόρδης, του Πρίνστον, του Γέιλ και του Ελσίνκι, καθώς και στη Σχολή Ναυτικού Πολέμου των ΗΠΑ.
Το βιβλίο του Ο Ψυχρός Πόλεμος, που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος τον Οκτώβριο του 2018, κέρδισε το βραβείο Harry S. Truman το 2006. Εκτός αυτού, ο Γκάντις είναι κάτοχος του National Books Critics Circle Award, του American History Prize, καθώς και του βραβείου Pulitzer. Είναι μέλος της Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών των ΗΠΑ.