Η πειθαρχημένη συγγραφέας των μπεστ σέλερ
Ψηλή, κοκκινομάλλα, καθολική, μητέρα δυο παιδιών, αφοσιωμένη στην ανατροφή τους. Εκ πρώτης όψεως η Emma Donoghue μοιάζει να ανταποκρίνεται απολύτως στο στερεότυπο της παραδοσιακής Ιρλανδής – ωστόσο, έχει καταφέρει να συνδυάσει με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο την μητρότητα με την συγγραφή, την σταθερή εστία με την περιπλάνηση, την πρακτική πλευρά της καθημερινότητας με την πιο γόνιμη και τολμηρή φαντασία. Στα 48 της χρόνια, πολυγραφότατη και πολυβραβευμένη, η Donogue αυτοχαρακτηρίζεται “μετανάστρια” – γιατί, όπως λέει, μετακινείται αδιάκοπα ανάμεσα στα είδη της γραφής (έχει ασχοληθεί με την ιστορία της λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα, την ποίηση, το θέατρο, ακόμη και με τη συγγραφή σεναρίων) αλλά και ανάμεσα στις ηπείρους, αφού από το 1998 ζει στον Καναδά, με την σύντροφό της, καθηγήτρια πανεπιστημίου Chris Roulston και τα δυο τους παιδιά, τον Finn και την Ούνα, χωρίς να πάψει να ταξιδεύει τακτικά και να μένει επί μεγάλα διαστήματα στην Ιρλανδία, την Αγγλία και την Ευρώπη.
Γεννημένη στο Δουβλίνο το 1969, η Emma είναι το μικρότερο από τα οχτώ παιδιά της Frances και και του γνωστού κριτικού λογοτεχνίας Denis Donoghue. Από παιδάκι διάβαζε πολύ, έγραφε ποιήματα, και ήθελε να γίνει μπαλαρίνα, στα οκτώ της όμως συνειδητοποίησε ότι θα γινόταν πολύ ψηλή. “Το ύψος είναι αποτρεπτικό για μια κλασική χορεύτρια, κι έτσι, βολεύτηκα με τη λογοτεχνία”, λέει χαριτολογώντας. “Δεν με πείραξε πολύ που εγκατέλειψα το μπαλέτο, γιατί έτσι θα μπορούσα να τρώω χωρίς τύψεις γλυκά”. Φοίτησε σε καθολικά σχολεία, εκτός από ένα ‘’διαφωτιστικό έτος’’ (όπως το έχει χαρακτηρίσει η ίδια), όταν, σε ηλικία δέκα ετών, είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα, πηγαίνοντας για ένα χρόνο σχολείο στη Νέα Υόρκη. Το 1990 πήρε το πτυχίο της στην αγγλική και γαλλική φιλολογία από το University College του Δουβλίνου και λίγο αργότερα μετοίκισε στην Αγγλία, και έκανε το διδακτορικό της στο πανεπιστήμιο του Cambridge. Θέμα της ήταν «Η αντίληψη περί φιλίας ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες στην αγγλική λογοτεχνία του 18ου αιώνα», μια διατριβή που η ίδια θεωρεί ενδιαφέρουσα, αλλά δεν σκέφτηκε ποτέ να την εκδώσει.
Με άλλα λόγια, γνωρίζει τον 18ο αιώνα και τη λογοτεχνία του απ’ έξω κι ανακατωτά – όταν μάλιστα την ρωτούν σε ποια ιστορική εποχή θα προτιμούσε να ζει, απαντάει ότι αν είχε μια μηχανή του χρόνου θα της άρεσε πολύ να βρεθεί στο Λονδίνο του 18ου αιώνα, υπό κάποιες προϋποθέσεις, βέβαια: “Θα ήμουν μια πλούσια γεροντοκόρη με σκανδαλώδεις συνήθειες, τα καπέλα μου θα ήταν τεράστια, οι σοκολατένιες ελίτσες θα είχαν μόλις επινοηθεί, και θα ξεσπούσαν πότε πότε κάποιες μικρές επαναστάσεις ώστε να υπάρχει λίγη έξαψη και να καταπολεμάται η πλήξη”.
Η ίδια πάντως, διαβεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τι θα πει πλήξη. Από τα 23 της χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με την συγγραφή και κερδίζει το ψωμί της με την πέννα της και μόνο, παρότι ομολογεί ότι ποτέ δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την συγγραφή ως “κανονική δουλειά” με συγκεκριμένα ωράρια. Μόνο όταν έγινε μητέρα κατόρθωσε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα: μόλις συνοδέψει τα παιδιά της στο σχολικό λεωφορείο τρέχει στον υπολογιστή της καθώς έχει περιθώριο μέχρι τις 3:30 μ.μ. για να δουλέψει πάνω στα κείμενα της. Ωστόσο, ακόμη κι όταν εκείνα επιστρέφουν, όπως έχει ομολογήσει, κάπως ενοχικά, σε συνέντευξη της στην Guardian συχνά διαπιστώνει πως “το μυαλό μου βρίσκεται με τους χαρακτήρες που έχω πλάσει και μου είναι λίγο δύσκολο να ανταποκριθώ στις ανάγκες των πραγματικών ανθρώπων’’. Παρόλα αυτά δεν δίνει ρεπό στον εαυτό της όταν ολοκληρώνει ένα έργο, γιατί, καθώς εκμυστηρεύεται στον δημοσιογράφο, αν δεν έχει κάτι άλλο να κάνει την ημέρα που στέλνει το τελικό κείμενο, καταπιάνεται αμέσως με το επόμενο βιβλίο της.
Και πράγματι, η παραγωγή της είναι εντυπωσιακή. Δεκαπέντε βιβλία (συλλογές διηγημάτων και μυθιστορήματα), πέντε θεατρικά έργα για τη σκηνή και άλλα πέντε για το ραδιόφωνο, ιστορίες της λογοτεχνίας, ανθολογίες, κριτικά άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες. Το τελευταίο της βιβλίο, “Το Θαύμα”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, αποκαλύπτει την μεγάλη της αγάπη για την ιστορική και φιλολογική έρευνα και τον γόνιμο τρόπο με τον οποίο διοχετεύει την ιστορική πρώτη ύλη στην μυθοπλασία. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ που η συγγραφέας το εμπνεύστηκε από τις, αρκετά συχνές μεταξύ 16ου και 20ου αιώνα στην Ευρώπη, περιπτώσεις των “νηστευουσών νεανίδων”, νεαρών γυναικών και κοριτσιών σε προ-εφηβική ηλικία, που ισχυρίζονταν ότι ζούσαν χωρίς τροφή επί μήνες, ακόμη και επί χρόνια. Εξαιρετικά γοητευτικό, το βιβλίο της ήταν υποψήφιο για το έγκυρο καναδικό βραβείο Giller Prize και για το ιρλανδικό Kerry Group Novel of the Year.
To “Θαύμα” είναι ένα εξαιρετικά καλογραμμένο μυθιστόρημα που έρχεται να επιβεβαιώσει και να επεκτείνει τη λογοτεχνική αναγνώριση την οποία χάρισε στην Emma Donoghue “Το Δωμάτιο” (2010), το οποίο γινε μπεστ σέλερ, μπήκε στη βραχεία λίστα του βραβείου Man Booker, έγινε πετυχημένη ταινία με την πρωταγωνίστρια του, Brie Larson, να κερδίζει Όσκαρ, Χρυσή Σφαίρα και Bafta Α΄ Γυναικείου Ρόλου για την ενσάρκωση της Τζόι, της απαχθείσας και έγκλειστης μητέρας του βιβλίου. Αξίζει να σημειωθεί πως η Emma Donoghue είχε επιμεληθεί το σενάριο της εν λόγω ταινίας και ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου.
Βέβαια, η ίδια η Emma Donoghue δεν έχει χρόνο να επαναπαυτεί στις δάφνες της καθώς πιθανότατα ήδη θα δουλεύει πάνω στο επόμενο μυθιστόρημα της. Αυτή είναι εξάλλου και η συμβουλή που δίνει στους νέους και φιλόδοξους συγγραφείς: ‘’Να είστε όσο πιο εργατικοί και ταπεινοί γίνεται’’.
(Φωτογραφία εξωφύλλου: Emma Donoghue © Punch Photographic, 2013)