Καθώς ο κόσμος αρχίζει να φαντάζεται τι μπορεί να σημαίνει το τέλος της πανδημίας της COVID-19, αξίζει να αναλογιστούμε ορισμένα πράγματα που παραμένουν σε εκκρεμότητα. Ποιες, δηλαδή, είναι οι μελλοντικές μας προκλήσεις; Πολλές, αναμφίβολα. Από την ιστορία των πανδημιών, όμως, βλέπουμε πως δύο εξ αυτών κατέχουν κεντρική θέση: η δυσπιστία και η ανισότητα.
Για την ανισότητα γίνεται εκτενής λόγος στο βιβλίο μου Πανδημίες. Στη δυσπιστία, όμως, δεν επιφύλαξα ίδια αντιμετώπιση, δεν της απέδωσα ισάξια προσοχή με την ανισότητα. Εκ των υστέρων βέβαια συνειδητοποιώ –με όλες αυτές τις ανεξέλεγκτες καμπάνιες παραπληροφόρησης τριγύρω μας, καθώς και με την έκταση που έχουν λάβει οι θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν τον τελευταίο καιρό– ότι η δυσπιστία είναι εξίσου σημαντική με την ανισότητα. Και οι δύο έχουν υπάρξει κομβικά σημεία του παρελθόντος και του παρόντος. Και πολύ πιθανό να είναι κομβικά σημεία και στις πανδημίες του μέλλοντος.
Πάρτε, λόγου χάρη, τη δυσπιστία, μια ευρεία κατηγορία συμπεριφορών που εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικές στιγμές. Πολύ γενικά, και ολίγον άχαρα, με τον όρο «δυσπιστία» εννοώ τις περιστάσεις εκείνες στις οποίες μεγάλα τμήματα ενός πληθυσμού δεν εμπιστεύονται τις Αρχές. Αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα: από απλή ανυπακοή στις οδηγίες περί δημόσιας υγείας για απαγόρευση δημοσίων συναθροίσεων κατά τη διάρκεια κάποιας επιδημίας πανώλης (όπως συνέβη στο μικρό ιταλικό χωριό Montelupo, το 1630), μέχρι μεγάλες ταραχές που εκδηλώνονται ως αποτέλεσμα της πεποίθησης ότι οι ελίτ κάνουν εκστρατεία κατά των φτωχών (όπως συνέβη με τις επιδημίες χολέρας ανά την Ευρώπη, τον 19o αιώνα). Η αντίσταση του Montelupo στα δημόσια διατάγματα αντλούσε έμπνευση από τις θρησκευτικές αντιδράσεις στην τότε επιδημία: Oι πολίτες του Montelupo αρνούνταν να διακόψουν τη θρησκευτική πομπή που πίστευαν ότι θα συνέδραμε κατά τις αρρώστιας. Δύο αιώνες αργότερα, Παριζιάνοι διαδηλωτές της δεκαετίας του 1830 πίστευαν ότι τη χολέρα την είχαν κατασκευάσει επαγγελματίες ιατροί για να απαλλάξουν την πόλη από τους φτωχούς. Στην Ιταλία, το 1910-1911, κατά τη διάρκεια της τελευταίας επιδημίας χολέρας που έπληξε την Ευρώπη, πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από είκοσι εξεγέρσεις ως αντίδραση στους επιβεβλημένους εμπορικούς περιορισμούς, αλλά και στην επακόλουθη οικονομική στένωση. Αλλά βασικά, για μια ακόμη φορά, οι άνθρωποι φοβούνταν ότι το κράτος το είχε βάλει σκοπό ν’ απαλλάξει τη χώρα από τους φτωχούς. Σ’ ένα φριχτά βίαιο περιστατικό, στην πόλη του Verbicaro, ένας δημοτικός υπάλληλος κατακρεουργήθηκε από τον εξαγριωμένο όχλο. Όταν η UNICEF και ο Π.Ο.Υ. ξεκίνησαν εκστρατεία μαζικού εμβολιασμού κατά της φυματίωσης στην Ινδία τη δεκαετία του 1950, αυτή σταμάτησε απότομα για έναν ολόκληρο χρόνο επειδή κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχε σχεδιαστεί με σκοπό την παιδική στείρωση και την εργαλειοποίηση της Ινδίας ως ζωντανό εργαστήριο. Υπάρχουν τόσα και τόσα άλλα παρόμοια παραδείγματα. Ο συνδετικός τους κρίκος είναι η δυσπιστία: δυσπιστία απέναντι στο κράτος, στους επαγγελματίες ιατρούς, στις ελίτ, στους ξένους – δυσπιστία που είχε ως αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων να εξεγερθεί κατά των Αρχών. Η δυσπιστία και η πίστη σε διάφορες θεωρίες συνωμοσίας υφίστανται ακόμα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατά τη διάρκεια της πανδημίας της COVID-19, υπήρξαν ευρέως διαδεδομένες εκστρατείες παραπληροφόρησης, με αποτέλεσμα να πολιτικοποιηθεί, ας πούμε, η χρήση (ή όχι) της μάσκας. Ο πρώην Πρόεδρος υποδαύλιζε αυτές τις εκστρατείες, προωθώντας ψευδοθεραπείες· τα μέλη του Κογκρέσου υπήρξαν μερικοί από τους βασικούς φορείς και αναμεταδότες αυτής της παραπληροφόρησης. Παρακολουθούμε ένα ολοένα αυξανόμενο, παγκόσμιο, αντεπιστημονικό κίνημα που γεννά πρωτοφανή επίπεδα αντιεμβολιαστικών πεποιθήσεων και ακτιβισμού. Και το διαδίκτυο καθιστά την επέκτασή του όλο και πιο εύκολη.
Καθ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία, η ανισότητα υπήρξε, σε όλες της τις μορφές, κομβικό στοιχείο των πανδημιών. Λέγεται συχνά ότι η αρρώστια δεν κοιτά φυλή ή κοινωνική τάξη· ότι οι βασιλείς, λόγου χάρη, είναι εξίσου επιρρεπείς σε επιδημικές ασθένειες όσο ο μέσος άνθρωπος. Βιολογικά, αυτό στέκει· κοινωνικά όμως, όχι. Γιατί όσοι έχουν τα οικονομικά μέσα και μπορούν και αποφεύγουν το χειρότερο αντίκτυπο των πανδημιών. Όπως είχε γράψει ένας γιατρός από τη Μασσαλία κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας πανώλης του 1720, σχετικά με μια γειτονιά που έμεινε ανέγγιχτη από τον λοιμό: «Οι δρόμοι είναι φαρδείς, τα σπίτια μεγάλα και κατοικούνται κυρίως από ανθρώπους που ζουν μες στην πολυτέλεια κι άρα είναι πάντα οι τελευταίοι που θα μολυνθούν, επειδή έχουν τα μέσα που τους επιτρέπουν να κρατούν αποστάσεις από την επιδημία». Τα λόγια του θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι μια περιγραφή μιας οποιασδήποτε αμερικανικής πόλης κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού το 2020, κι όχι μόνο της Μασσαλίας πριν 300 ολόκληρα χρόνια. Η πανδημία της COVID-19 μάς θύμισε –όπως είχε γράψει πάνω από 20 χρόνια πριν ο Πολ Φάρμερ, ένας εκ των συνιδρυτών του Partners in Health– πως οι επιδημικές αρρώστιες είναι «βιολογικές εκφάνσεις κοινωνικών ανισοτήτων». Αυτό διαπιστώνουμε αυτή τη στιγμή, αλλά σε παγκόσμια πια κλίμακα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αρκετά εμβόλια ώστε να εμβολιάσουν ολόκληρο τον πληθυσμό τους πολλαπλές φορές κι ο ιός εκεί χάνει την ισχύ του: με το 60% του πληθυσμού να έχει ήδη λάβει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου, τα κρούσματα έχουν μειωθεί κατά 80%. Την ίδια στιγμή, στην Αφρική, μόνο το 3% του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί με μία δόση. Αλλά κι εντός των ΗΠΑ η πανδημία είχε εξαιρετικά δυσανάλογο αντίκτυπο σε αφροαμερικάνικες γειτονιές και κοινότητες.
Εάν θέλουμε η επόμενη πανδημία να διαφέρει από αυτήν εδώ, τότε οι δύο μεγαλύτερές μας προκλήσεις είναι η αντιμετώπιση των ανισοτήτων αλλά και της δυσπιστίας.
― Christian W. McMillen, καθηγητής Ιστορίας – συγγραφέας του βιβλίου Πανδημίες της σειράς ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις μας.