Γεωργία Χάρδα* | 30/01/24
Η βραβευμένη με Νόμπελ Τόνι Μόρισον στο μοναδικό της διήγημα σκιαγραφεί τις σχέσεις δυο κοριτσιών: της Τουάιλα και της Ρομπέρτα. Οι δυο τους γνωρίζονται σε ηλικία οκτώ ετών και μένουν στο Ίδρυμα Σεντ Μποναβέντσουρ για τέσσερις μήνες καθώς η μαμά της πρώτης χορεύει τις νύχτες και της Ρομπέρτα είναι άρρωστη. Είναι άξιο λόγου το γεγονός ότι δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές στη γραφή της, σε ένα φυλετικοποιημένο σύστημα. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η μια ηρωίδα είναι μαύρη και η άλλη λευκή αλλά μέχρι και την τελευταία σελίδα δεν μπορεί να καταλάβει ποια είναι ποια κι αυτό δίνει ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση της Μόρισον απέναντι στο φυλετικό ζήτημα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τίτλος του βιβλίου. Τον όρο «ρετσιτατίβο» τον συναντάμε στην ευρωπαϊκή όπερα και σημαίνει ένα είδος φωνητικής απαγγελίας, με συνοδεία συγχορδιών. Όταν η φωνή ακολουθεί πιστά τον ρυθμό του προφορικού λόγου. Κάπως έτσι μοιάζει και η αφήγηση της Μόρισον σαν μια απαγγελία, σαν μια κραυγή για τη φυλή και την αναπηρία. Για το κακό που μπορούν να προκαλέσουν ακόμη και δυο μικρά κοριτσάκια. Για το κακό που μπορούμε να προκαλέσουμε όλοι εμείς…
Η μητέρα μου χόρευε όλη νύχτα και της Ρομπέρτα ήταν άρρωστη. Γι’ αυτό μας πήγανε στο Σεντ Μπόνι’ς. Οι άνθρωποι θέλουν να σε πάρουν αγκαλιά όταν τους λες ότι ήσουνα σε ίδρυμα, όμως, στ’ αλήθεια, δεν ήτανε άσχημα εκεί πέρα. Όχι κανένας μεγάλος, μακρόστενος κοιτώνας με εκατό κρεβάτια όπως το Μπελβί. Κάθε δωμάτιο είχε τέσσερα κρεβάτια, και όταν ήρθαμε η Ρομπέρτα κι εγώ, τα παιδιά που είχε αναλάβει η πολιτεία ήταν λιγοστά, οπότε ήμασταν οι μόνες που μας βάλανε στο 406 και μπορούσαμε να πηγαίνουμε από κρεβάτι σε κρεβάτι αν θέλαμε. Και θέλαμε. Αλλάζαμε κρεβάτι κάθε βράδυ· και τους τέσσερις μήνες που μείναμε εκεί, ποτέ δεν διαλέξαμε ένα απ’ όλα για να γίνει το μόνιμο. (σελ.59)
Η συγγραφέας παρουσιάζει τη ζωή των δυο κοριτσιών που γίνονται γρήγορα φίλες μέσα σ’ εκείνο το παράξενο μέρος. Ένα περίεργο γεγονός θα τις ενώσει ακόμη περισσότερο. Μια άγρια επίθεση στην κωφάλαλη Μάγκι, τη γυναίκα «της κουζίνας με τις γάμπες σαν παρενθέσεις» που θα έρχεται ξανά και ξανά στη μνήμη τους και δεν θα τις αφήσει να ξεχάσουν.
Τίποτα δεν συνέβαινε πραγματικά εκεί μέσα. Τίποτα το σημαντικό, εννοώ. Μόνο τα μεγάλα κορίτσια που χόρευαν και άκουγαν ραδιόφωνο. Η Ρομπέρτα κι εγώ που τις παρακολουθούσαμε. Μια φορά, η Μάγκι, η γυναίκα της κουζίνας με τις γάμπες σαν παρενθέσεις, έπεσε εκεί μέσα και χτύπησε. Και τα μεγάλα κορίτσια την κοίταζαν και γελούσαν. Έπρεπε να τη βοηθήσουμε να σηκωθεί, το ξέρω, αλλά φοβόμασταν εκείνα τα κορίτσια με το κραγιόν και το μολύβι στα βλέφαρα. (σελ. 61)
Η καταγωγή των δυο κοριτσιών διαφέρει πολύ όμως η πορεία τους στο ίδρυμα και η ανάγκη για επιβίωση είναι κοινή. Αρκετά χρόνια αργότερα θα συναντηθούν μακριά από την προστασία του ιδρύματος. Η Τουάιλα δουλεύει σερβιτόρα σ’ ένα εστιατόριο όταν βλέπει μπροστά της τη Ρομπέρτα.
«Ρομπέρτα; Ρομπέρτα Φισκ;»
Σήκωσε το βλέμμα. «Ναι;»
«Η Τουάιλα».
Μισόκλεισε για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια της κι έπειτα είπε «Ουάου».
«Με θυμάσαι;»
«Βέβαια. Γεια. Ουάου».
«Έχει περάσει καιρός» είπα και χαμογέλασα στους δυο δασύτριχους νεαρούς. (σελ.70-71)
Το θέμα της Μάγκι θα συνεχίσει να τις απασχολεί. Η Ρομπέρτα αναφέρει ότι οι δυο τους την έσπρωξαν και την κλώτσησαν κάτι που η Τουάιλα δεν το θυμάται. Η συζήτηση αυτή τους προκαλεί οδύνη και ντροπή.
[…] «Θυμάσαι τη Μάγκι; Τη μέρα που έπεσε κι εκείνα γκαρ γκερλς γελούσαν μαζί της;»
«Η Μάγκι δεν έπεσε» είπε ..
«Μα ναι, έπεσε. Δεν θυμάσαι;»
«Όχι την έριξαν. Εκείνα τα κορίτσια την έσπρωσαν, έπεσε, και ξέσκισαν τα ρούχα της. Στον οπωρώνα»
«Δεν … Δεν έγινε έτσι». (σελ.79)
Η ιστορία τελειώνει με ένα τεράστιο ερωτηματικό που κάνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί, να προβληματιστεί: «Τι διάολο έγινε με τη Μάγκι;» Στην ουσία δεν κλείνει το διήγημα. Η υπόθεση της γυναίκας του ιδρύματος που δεν μπορούσε να μιλήσει μένει ανοιχτή για να μας θυμίζει ότι αυτές οι παγιδευμένες ψυχές είναι πάντα εκεί στο περιθώριο και καρτερικά αναζητούν μια έξοδο προς την ελευθερία…
H Ρομπέρτα σήκωσε τα χέρια της από το τραπέζι και κάλυψε το πρόσωπο της με τις παλάμες της. Όταν τις κατέβασε, είδα πως έκλαιγε στ’ αλήθεια. «Ω, σκατά, Τουάιλα. Σκατά, σκατά, σκατά. Τι διάολο έγινε με τη Μάγκι;» (σελ.94)
Η έκδοση είναι εμπλουτισμένη με το εξαιρετικό επίμετρο της μεταφράστριας Κατερίνας Σχινά. Επίσης ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει στην εισαγωγή την εμπεριστατωμένη ανάλυση της Ζέιντι Σμιθ η οποία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτό που ποτέ δεν μαθαίνουμε με βεβαιότητα είναι ποιο από τα κορίτσια είναι μαύρο και ποιο λευκό. Κάνουμε εικασίες, υποθέσεις, επιμένουμε ίσως, αλλά δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι τις βλέπουμε να μεγαλώνουν, να ενηλικιώνονται, να γίνονται δυο γυναίκες που πότε πότε συναντιούνται τυχαία. Τις κρυφακούμε όταν μιλάνε, περιεργαζόμαστε τα ρούχα τους, μαθαίνουμε για τους άντρες, τις δουλειές, τα παιδιά, τη ζωή τους.. Όμως η κρίσιμη λεπτομέρεια αποσιωπάται. Μια ιστορία- γρίφος λοιπόν- ένα παιχνίδι. Μόνο που η Μόρισον δεν παίζει. Όταν αποκάλεσε το Ρετσιτατίβο πείραμα, το εννοούσε. Το υποκείμενο του πειράματος είναι ο αναγνώστης.
H Τoni Morrison γεννήθηκε το 1931 στο Λορέιν του Οχάιο. Εργάστηκε στον εκδοτικό οίκο Random House, δίδαξε επί πολλά χρόνια αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία στα πανεπιστήμια Howard, Yale και Princeton, και έγραψε διηγήματα, κριτικά δοκίμια και έντεκα μυθιστορήματα, από το «Γαλάζια μάτια» (1970) ως το «God help the child» (2015). Έχει τιμηθεί με το βραβείο National Book Critics Circle Award και με το βραβείο Pulitzer για το μυθιστόρημά της «Αγαπημένη». Το 1993 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε τον Αύγουστο του 2019 στη Νέα Υόρκη.
* Η Γεωργία Χάρδα είναι βιβλιόφιλη δημοσιογράφος
Πηγή: fractalart